отшельнический - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

отшельнический - translation to πορτογαλικά


отшельнический      
eremitico
ascético adj      
аскетический; отшельнический

Ορισμός

отшельнический
прил.
1) Соотносящийся по знач. с сущ.: отшельник, связанный с ним.
2) Свойственный отшельнику, характерный для него.
3) Принадлежащий отшельнику.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για отшельнический
1. Ведет аскетический и отшельнический образ жизни...
2. Двинятин ведет, если можно так выразиться, отшельнический образ жизни.
3. Господин Перельман, как известно, ведет почти отшельнический образ жизни, поэтому для общения со СМИ он недоступен.
4. Известно, что деспотические натуры склонны подчас впадать в плаксивые откровения, горнюю отрешенность и даже в отшельнический раж.
5. В 27 лет принял постриг и почти до самой смерти вел отшельнический образ жизни в постоянных молитвах.